νυμφικά

νυμφικά
νυμφίδιος
bridal
neut nom/voc/acc pl
νυμφικά̱ , νυμφίδιος
bridal
fem nom/voc/acc dual
νυμφικά̱ , νυμφίδιος
bridal
fem nom/voc sg (doric aeolic)
νυμφικός
of the Nymphs
neut nom/voc/acc pl
νυμφικά̱ , νυμφικός
of the Nymphs
fem nom/voc/acc dual
νυμφικά̱ , νυμφικός
of the Nymphs
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νυμφικάς — νυμφικά̱ς , νυμφίδιος bridal fem acc pl νυμφικά̱ς , νυμφικός of the Nymphs fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυμφίδες — νυμφίδες, αἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὑποδήματα γυναικεῑα, νυμφικά». [ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. μεμφ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • ολόλευκος — η, ο (Α ὁλόλευκος, ον) κατάλευκος, κάτασπρος, εντελώς λευκός («στέλλει κι αυτής ολόλευκα, ρούχα νυμφικά», Βιζυην.) …   Dictionary of Greek

  • έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”